- ἀλλοτριωμένος
- ἀ̱λλοτριωμένος , ἀλλοτριόωestrange fromperf part mp masc nom sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλλοτρίωση — Διαδικασία κατά τη διαδρομή της οποίας εκείνο που ανήκει πρωταρχικά στον άνθρωπο και είναι έργο του γίνεται ξένο και εξωτερικό γι’ αυτόν τον ίδιο και καταλήγει να τον εξουσιάσει και να τον υποδουλώσει. Τον όρο α. εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Χέγκελ… … Dictionary of Greek
αλλοτριώνομαι — αλλοτριώνομαι, αλλοτριώθηκα, αλλοτριωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής